φανόμηρις

φανόμηρις
φανόμηρις, ιδος, ,
A = φαινομηρίς, Poll.2.187.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φανόμηρις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανόμηρις — ιδος, ἡ, Α βλ. φαινομηρίς …   Dictionary of Greek

  • φαινομηρίδα — η / φαινομηρίς, ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α (στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της νεοελλ. συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”